υπόκεντρο(ν)

υπόκεντρο(ν)
το геол эпицентр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υπόκεντρο(ν)" в других словарях:

  • υπόκεντρο — το, Ν γεωλ. σημείο κάτω από την επιφάνεια τής Γης, από το οποίο αρχίζει η διατάραξη τού στερεού φλοιού κατά τη γένεση ενός σεισμού, αλλ. σεισμική εστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κέντρο] …   Dictionary of Greek

  • σεισμολογία — Κλάδος της γεωφυσικής, που εξετάζει τα σεισμικά φαινόμενα, δηλαδή τους σεισμούς και το σύνολο των εκδηλώσεων που συνδέονται με αυτούς. Κύριος σκοπός της σ. είναι η έρευνα του τρόπου διάδοσης, των σεισμικών κυμάτων που γεννιούνται στην εστία του… …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • επίκεντρο — το 1. (γεωλ.), το σημείο της γήινης επιφάνειας που βρίσκεται ακριβώς πάνω από το υπόκεντρο (το υπόγειο δηλ. σημείο όπου εδρεύει η εστία ενός σεισμού). 2. μτφ., το κέντρο, το κεντρικό σημείο: Ήταν το επίκεντρο της συζήτησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»